φόρτος

φόρτος
ο, ΝΜΑ
καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ' ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «γραμμές φόρτου»
ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων που δείχνουν το μέγιστο επιτρεπόμενο βύθισμα
β) «συντελεστής φόρτου»
(αερον.) ο λόγος τού φαινόμενου βάρους ενός αεροσκάφους, δηλαδή τού αθροίσματος τού βάρους τού αεροσκάφους και τής επενεργούσας κατά τη στροφή φυγόκεντρης δύναμης, διά τού βάρους του
γ) «πτερυγικός φόρτος»
(αερον.) η ανά μονάδα επιφανείας τών πτερύγων αναπτυσσόμενη άντωση
δ) «γαστρικός φόρτος» — βάρος στο στομάχι από δυσπεψία
αρχ.
1. φορτίο, ιδίως πλοίου («ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καθετί το χυδαίο, το φτηνό, το ευτελές
3. ύλη, περιεχόμενο πραγματείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρ. φέρω* (πρβλ. φόρ-ος) + κατάλ. -τος* (πρβλ. νόσ-τος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φόρτος — load masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτοις — φόρτος load masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτον — φόρτος load masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”